Οι ημέρες των Ελεύθερων Πολιορκημένων (4)
(Μεσολόγγι, 1826)
Οι ημέρες των Ελεύθερων Πολιορκημένων (Μεσολόγγι 1824-1826), Ωκεανίδα, Αθήνα 2001, σ. 425-429.
Γενικὴ Ἐφημερὶς τῆς Ἑλλάδος, 62, 2 Ἰουνίου 1826
Ν α ύ π λ ι ο ν, 2 6 Μ α ΐ ο υ
Π Ε Ρ Ι Τ Ω Ν Τ Ε Λ Ε Υ Τ Α Ι Ω Ν Σ Τ Ι Γ Μ Ω Ν Τ Ο Υ Μ Ε Σ Ο Λ Ο Γ Γ Ι Ο Υ
Κ Α Ι Τ Η Σ Η Ρ Ω Ϊ Κ Η Σ Α Ν Α Χ Ω Ρ Η Σ Ε Ω Σ Τ Η Σ Φ Ρ Ο Υ Ρ Α Σ
[ Σ υ ν έ χ ε ι α κ α ὶ τ έ λ ο ς ]
Ἐκείνην τὴν ὥραν συνέβαινε τὸ πλέον τραγικὸν καὶ θαυμαστὸν ἐνταὐτῷ θέαμα εἰς τὴν πόλιν. Οἱ φίλοι, οἱ σύντροφοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ νὰ ἀποχωρίζωνται ἀπ’ ἀλλήλων, καὶ οἱ μὲν νὰ ἀπέρχωνται εἰς νέους κινδύνους, διὰ νὰ ἐπιζήσουν καὶ νὰ ἐκδικήσουν τὸ αἷμα τῶν συγγενῶν καὶ φίλων· οἱ δέ, καταπονημένοι ἐκ τῆς ἀσθενείας ἢ ἀπὸ τῶν πληγῶν, νὰ περιμένωσι μὲ ἀνυπομονησίαν ἡρωικὸν θάνατον. Πολλοὶ ἄνδρες δυνάμενοι νὰ σωθοῦν, ἔμειναν μὲ εὐχαρίστησιν πλησίον τῶν φίλων καὶ συγγενῶν των, διὰ νὰ πολεμήσωσι μέχρι τελευταίας στιγμῆς, καὶ νὰ συναποθάνωσι μὲ αὐτούς. Μὲ τοιαύτην ἀπόφασιν διεμοιράσθησαν εἰς τὰ δυνατώτερα ὀσπίτια. Μέρος ἐξ αὐτῶν, ὅλοι Μεσολογγῖται, ἐκλείσθησαν εἰς τὸν πύργον τοῦ ἀνεμομύλου· καὶ ἕνας γέρων πληγωμένος ἐκάθησεν εἰς τὸν ὑπόνομον (μίναν), ὅστις ἦτον ἑτοιμασμένος ὑπὸ τὸ μεγάλον κανονοστάσιον, τὸ ὀνομαζόμενον τοῦ Μπότζαρη, ἕτοιμος νὰ δώσῃ φωτιάν, καθὼς ἔμβουν οἱ ἐχθροί, διὰ νὰ τιναχθῇ μετ’ αὐτῶν εἰς τὸν ἀέρα· καὶ πλῆθος γυναικοπαίδων ἐμβῆκαν εἰς τὴν μεγάλην πυριτοθήκην, ὅπου εὑρίσκοντο περὶ τὰ 30 βαρέλια πυρίτιδος. Εἷς ἐκ τῶν προκρίτων τοῦ Μεσολογγίου, ὁ Χρῆστος Καψάλης, δυνάμενος νὰ σωθῇ, καὶ παρακινούμενος καὶ ἀπὸ τοὺς συμπατριώτας του νὰ φύγῃ τὸν κίνδυνον, δὲν ἠθέλησεν, ἀλλ’ ἐπροσκαλοῦσε γυναῖκας καὶ παιδία ὡς εἰς πανήγυριν νὰ κλεισθῶσι εἰς τὴν μεγάλην πυριτοθήκην, καὶ αὐταὶ ἔτρεχον μὲ προθυμίαν, διὰ νὰ ταφῶσιν εἰς τὴν στάκτην τῆς πατρίδος των.
Οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπὸ τὰ γεφύρια ἐκείτοντο ἤδη μίαν ὥραν πρηνεῖς κατὰ γῆς, περιμένοντες νὰ πέσωσιν οἱ ἔξωθεν ἀπὸ τὰ ὀπίσθια τοῦ ἐχθρικοῦ στρατοπέδου, καὶ ὑποφέροντες τὸν ἀκατάπαυστον τοῦ ἐχθροῦ πυροβολισμόν, ὅστις κατ’ εὐτυχίαν διευθύνετο ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ὑψηλότερα κατὰ τῶν ὀχυρωμάτων· μ’ ὅλον τοῦτο πολλοὶ ἐφονεύοντο. Τέλος πάντων μὴ δυνάμενοι νὰ ὑποφέρουν πλέον, ἐξαίφνης σηκωθέντες ἀνεβόησαν τό: « Ἐ μ π ρ ό ς, Θ ά ν α τ ο ς ε ἰ ς τ ο ὺ ς β α ρ β ά ρ ο υ ς », καὶ ἀμέσως ὥρμησαν διὰ τῶν δύο καστελίων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὸ ἕν, τὸ πρὸς τὴν ξηράν, ὅπου εὑρίσκοντο ὣς χίλιοι Ἄραβες, ἔμεινεν ἔρημον, καὶ τὸ ἄλλο ἔπαυσε νὰ πυροβολῇ. Ἐπορεύοντο δὲ ὅλοι εἰς ἓν σῶμα, ἐπειδή, βλέποντες ὅτι δὲν φθάνει ἡ ἔξωθεν βοήθεια, δὲν ἐστοχάσθησαν συμφέρον νὰ διαιρεθῶσι, καθὼς ἦτον τὸ σχέδιον πρότερον.
Ἐπειδὴ ἡ ὁρμὴ ἔγινεν οὕτως ξαφνική, καὶ ἀπροσδόκητος, οἱ Μεσολογγῖται, οἵτινες ἐξήρχοντο οἱ τελευταῖοι, καὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους πολλοὶ εὑρίσκοντο ἀκόμη μέσα εἰς τὴν πόλιν, δὲν ἠμπόρεσαν νὰ πληροφορηθοῦν τὴν ἀλήθειαν, ἀλλ’ οἱ περισσότεροι ἐνόμισαν, ὅτι εἶχαν φθάσει καὶ οἱ ἔξω, καὶ ἡ ὁρμὴ ἐγίνετο συγχρόνως καὶ ἀπὸ τὰ δύο μέρη. Ἐν τούτοις ἐξαίφνης ἠκούσθη φωνή, διαδοθεῖσα δι’ ὅλου τοῦ πλήθους: « Ὀ π ί σ ω, ὀ π ί σ ω ! Ε ἰ ς τ ο ὺ ς τ ό π ο υ ς σ α ς ! Ε ἰ ς τ ὰ κ α ν ο ν ο- σ τ ά σ ι α ! » Μόλις ἠκούσθη αὐτή ἡ φωνή, καὶ ὅλοι οἱ Μεσολογγῖται μὲ τὰς γυναῖκας ἐπέστρεψαν· ἀλλ’ ἡ φωνὴ ἦτον ψευδής· οἱ ἐχθροὶ ἤδη ἐμβῆκαν ἔνδον τῶν ὀχυρωμάτων, καὶ διεσκορπίσθησαν εἰς τὴν πόλιν· ὁ πόλεμος ἄναψεν ἀπὸ τὰ ὀσπίτια, ἡ ὑπόνομος τοῦ μεγάλου κανονοστασίου ἐξεῥῤάγη καὶ ἐτίναζε τὰ σώματα τῶν βαρβάρων εἰς τὸν ἀέρα, καὶ πλῆθος γυναικοπαίδων, τὰ ὁποῖα ἐκλείσθησαν εἰς τὴν μεγάλην πυριτοθήκην, ἐκραύγαζον, καὶ ἐπέσυρον ὑπὲρ τὰς δύο χιλιάδας ἐχθρῶν τριγύρω εἰς ἐκεῖνο τὸ μέρος, οἱ ὁποῖοι νομίζοντες νὰ εὕρουν μέσα θησαυροὺς ἐπεριτριγύρισαν τὸ ὀσπίτιον, καὶ ἄλλοι ἔπασχον νὰ ἀνοίξουν τὴν θύραν, ἄλλοι τὰ παράθυρα, καὶ ἄλλοι ἀνέβησαν εἰς τὴν στέγην· τότε, βέβαια, ὁ Χρῆστος Καψάλης, ὅστις ὠδηγοῦσε τὸ τρομερὸν τοῦτο ἐπιχείρημα, βλέπων ἀρκετὸν πλῆθος συναγμένον, ἔδωσε τὸ πῦρ, τὸ ὁποῖον ἐτίναξεν ὅλους σχεδὸν εἰς τὸν ἀέρα, ἀναστάτωσε τὸ ἔδαφος, καὶ ἔκαμε νὰ κατακλυσθῇ μία ἐνορία ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν θάλασσαν. Κατ’ αὐτήν τὴν στιγμὴν εἶδαν μητέρα νὰ ῥίψῃ τὰ παιδιά της εἰς τὸ πηγάδιον, καὶ νὰ κρημνισθῇ καὶ αὐτή, καὶ πλῆθος γυναικῶν καὶ παιδίων νὰ ἐμβαίνωσιν εἰς τὴν λίμνην, καὶ νὰ βυθίζωνται εἰς τὸ βαθύτερον μέρος αὐτῆς.
Οἱ δὲ ἐξελθόντες ἐπροχώρουν εἰς ἕν σῶμα, χωρὶς νὰ τολμήσῃ νὰ τοὺς ἐνοχλήσῃ ὁ ἐχθρὸς περισσότερον, εἰμὴ τουφεκοβολῶν μακρόθεν· φθάσαντες δὲ ὣς ἡμίσειαν ὥραν μακράν, ἀπηντήθησαν ἀπὸ τοῦ ἱππικοῦ τοῦ ἐχθροῦ, συγκειμένου ἐκ πεντακοσίων καὶ ἐπέκεινα ἱππέων, οἵτινες προειδοποιηθέντες ἤρχοντο ἀπὸ τὸ Μποχῶρι, διὰ νὰ ἀντικόψωσι τοὺς φεύγοντας· ἀλλὰ δὲν ἐδυνήθησαν νὰ κτυπήσωσι κατὰ μέτωπον, εἰμὴ μόνον τοὺς τελευταίους, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἦσαν πολλοὶ ἀσθενεῖς, ἐν οἷς καὶ ὁ στρατηγὸς Ν. Στουρνάρης· μ’ ὅλον τοῦτο ἀντεκρούσθη καὶ τὸ ἱππικόν, καὶ ἠναγκάσθη νὰ ἐπιστρέψῃ πάλιν εἰς Μποχῶρι. Ὡς 150 ἄνθρωποι, ἐξελθόντες ἐκ Κλείσοβας, καὶ διευθυνόμενοι εἰς τὸν Ἅγιον Συμεῶνα, ἀπηντήθησαν μὲ τοὺς ἱππεῖς ἐπιστρέφοντας εἰς Μποχῶρι, καὶ ἐκτυπήθησαν· ἐφόνευσαν πολλοὺς τῶν ἱππέων, καὶ ἐσκορπίσθησαν ἢ ἐφονεύθησαν καὶ ἐξ αὐτῶν οἱ περισσότεροι, οἱ δὲ λοιποὶ ἐνταμώθησαν μὲ τοὺς ἐκ Μεσολογγίου ἐξελθόντας. Φθάσαντες δὲ εἰς τὸν Ἅγιον Συμεῶνα ηὗραν ἕν δυνατὸν σῶμα Ἀλβανῶν, τὸ ὁποῖον ἐπροσπάθει νὰ τοὺς κόψη τὴν διάβασιν, ἀλλὰ δὲν ἐδυνήθη νὰ ἐμποδίσῃ τὴν ὁρμήν των. Ἐκεῖ ἐφονεύθησαν ἢ ἐπιάσθησαν ὑπὲρ τοὺς 200 ἐκ τῶν ἡμετέρων, ἕως ὅτου ἔφθασαν εἰς τὸ ἥμισι διάστημα τῶν κορυφῶν τοῦ ὅρους, ὅπου ηὗραν ὣς 300 ἐκ τῶν ἔξωθεν, καὶ παρ’ αὐτῶν βοηθούμενοι ἀπέκρουσαν διόλου τοὺς ἐχθρούς, καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ ὅρος.
Ἐκεῖθεν δὲ ἠκολούθησαν τὸν δρόμον εἰς Δερβέκισταν διαμέσου τῶν δρυμώνων καὶ τῶν φαράγγων, χωρὶς νὰ εὑρίσκωσι οὐδὲ τροφὴν οὐδὲ ἄνθρωπον νὰ τοὺς ὁδηγήσῃ· ὥστε ὑπὸ τῆς ταλαιπωρίας καὶ πείνας πολλοὶ ἀπέθανον· καὶ ἄλλοι μὲν ἔφθασαν εἰς δύο, ἄλλοι δὲ εἰς τρεῖς ἡμέρας εἰς Δερβέκισταν, χωρίον τοῦ Ἀποκούρου, 8 ἕως 10 ὥρας ἀπέχον ἀπὸ Μεσολογγίου. Ἐκεῖ δὲν εὗρον κἀνένα τῶν κατοίκων, εἰμὴ μόνον τὰ σώματα τῶν ἔξω ὁπλαρχηγῶν, τὰ ὁποῖα καὶ αὐτά εἶχον σπάνιον τὴν τροφήν· διὸ δὲν ἠμπόρεσαν οὐδ’ ἐκεῖ νὰ θεραπεύσωσι τὴν πεῖναν των. Ἠκολούθησαν λοιπὸν ταλαιπωρούμενοι οὕτως ἱκανὰς ἡμέρας, διερχόμενοι διὰ χωρίων ἀκατοικήτων, στερούμενοι τροφῶν, ἕως ὅτου ἔφθασαν εἰς Σάλωνα.
Οἱ δὲ ἐναπομείναντες καὶ κλεισθέντες εἰς τὰ ὀσπίτια εἰς Μεσολόγγιον, ἀντεστάθησαν ἄλλοι μίαν, καὶ ἄλλοι δύο ἡμέρας· καὶ οἱ κλεισθέντες εἰς τὸν ἀνεμόμυλον ἐπολέμησαν μέχρι τῆς τρίτης, καὶ εἰς τὸ τέλος, καθὼς καὶ οἱ λοιποί, ἔβαλαν πῦρ εἰς τὴν πυρίτιδα, καὶ οὕτως ἐτινάχθησαν εἰς τὸν ἀέρα.
Οὕτως ἕνας σωρὸς ἐρειπίων, στάκτης, πετρῶν καὶ πτωμάτων ἔμειναν εἰς τὴν ἐξουσίαν τοῦ ἐχθροῦ, ὅστις εἶδε μὲ λύπην του ἀπερίγραπτον νὰ χαθῇ τὸ ἥμισι τοῦ στρατεύματός του, διὰ νὰ κυριεύσῃ τοιαῦτα δυστυχῆ λείψανα, τὰ ὁποῖα πρὸς καταισχύνην του θέλουν μαρτυρεῖ τὴν ἀνήκουστον ἀνδρείαν καὶ ἡρωικὴν ἀπόφασιν τῆς ἀθανάτου τοῦ Μεσολογγίου φρουρᾶς. Ὣς 1200 γυναικόπαιδα, πεσόντα αἰχμάλωτα εἰς χεῖρας τῶν βαρβάρων, ἐπειδὴ δὲν ἔλαβον καιρὸν νὰ θυσιασθῶσιν ἀφ’ ἐαυτῶν, ἐστάθησαν ἡ πληρωμὴ τοσαύτης ζημίας τοῦ ὑπερηφάνου ἐχθροῦ.
Κατὰ τὰς τελευταίας πληροφορίας, τὰς ὁποίας ἔχομεν, πρέπει νὰ ἐχάθησαν εἰς τὴν ἔξοδον ὑπὲρ τοὺς 500, ἀφ’ ἧς ὥρας ἄρχισαν νὰ ἐξέρχωνται ἕως ὅτου ἔφθασαν εἰς τὸ ὅρος, ἐκ τῶν ὁποίων ὀλιγώτατοι ἐπιάσθησαν ζῶντες, καὶ ἐθανατώθησαν, διὰ νὰ θεραπεύσωσι τὴν λύσσαν τοῦ βαρβάρου· καὶ ἕως 600 ἀπέθανον τῆς πείνας, ἀπὸ τοῦ ψύχους καὶ τῆς ταλαιπωρίας τοῦ δρόμου, ἕως νὰ φθάσωσιν εἰς Σάλωνα, ὄντες οἱ περισσότεροι ἀσθενεῖς καὶ ἀδύνατοι πρὶν ἐξέλθωσιν ἐκ Μεσολογγίου. Ἤδη εὑρίσκονται ἐδῶ καὶ ἔξω τοῦ Ἰσθμοῦ ἕως 2200 Ἠπειρῶται, Αἰτωλοί, Ἀκαρνᾶνες καὶ Μεσολογγῖται ἐκ τῶν διασωθέντων ἐκ τῆς φρουρᾶς. Ἑπομένως θέλομεν φανερώσει τὰ ὀνόματα τῶν σημαντικοτέρων τῶν ὅσων ἐφονεύθησαν ἢ ἄλλως ἐχάθησαν εἰς τὴν ἔξοδον ταύτην, αφ’ οὗ πληροφορηθῶμεν ἀκριβῶς τὰ ὀνόματα καὶ τὸν ἀριθμὸν ὅλων αὐτῶν.
Τὰ περιστατικὰ τῆς πολιορκίας τοῦ Μεσολογγίου, καὶ τῆς ἐξόδου τῆς φρουρᾶς, εἶναι τόσον θαυμαστά, τόσον μεγάλα, ὥστε δὲν δυνάμεθα ἀξίως νὰ τὰ περιγράψωμεν. Δὲν λυπούμεθα ὅτι ἐχάθη τὸ Μεσολόγγιον, ἀλλὰ λυπούμεθα ὅτι ἐστερήθη ἡ ἡρωικὴ φρουρὰ τῶν τροφῶν μετὰ τὴν κατὰ τὴν Κλείσοβαν λαμπρὰν νίκην, διὰ νὰ θριαμβεύσῃ μέχρι τέλους, καὶ νὰ ἀφανίσῃ τοὺς βαρβάρους. Βέβαια ἤθελε τοὺς ἀφανίσει, καθὼς ἠμπορεῖ πᾶς ἕνας νὰ βεβαιωθῇ, ἀφ’ οὗ μάθῃ τὰ περιστατικὰ τῆς πολιορκίας ἀπὸ τῆς πρώτης μάχης κατὰ τοῦ Ἰμπραήμ-Πασσᾶ, συμβάσης κατὰ τὴν 16ην τοῦ Φεβρουαρίου, τὰ ὁποῖα δὲν μᾶς ἐκοινοποίησαν τὰ Ἑλληνικὰ Χρονικά, ἐπειδὴ ἔπαυσαν πλέον νὰ ἐκδίδωνται ἀπὸ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Κατὰ δυστυχίαν ὅσοι ἐκρατοῦσαν τὸ ἡμερολόγιον, καὶ ὁ συντάκτης, καὶ οἱ τυπογράφοι, καὶ ὁ τειχοποιὸς Κοκκίνης ἐχάθησαν εἰς τὴν ἔξοδον· ἐλπίζομεν μ’ ὅλον τοῦτο νὰ συνάξωμεν ἐκ τῶν κατὰ μέρος διηγήσεων τῶν διασωθέντων ἡρώων τὰ οὐσιωδέστερα συμβεβηκότα, καὶ νὰ τὰ κοινοποιήσωμεν ἐκ διαλειμμάτων διὰ τῆς Γενικῆς Εφημερίδος.
Διονυσίου Σολωμού, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (+- 1830 κ. εξ. )
Σχεδίασμα Α
1.
Τότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου και έλεγα πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω· κι’ ευρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει· ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Mεσολόγγι· αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό· εκατασκέπαζε όλα τα πάντα μαυρίλα και πίσσα, γιομάτη λάμψη, βροντή και αστροπελέκι· και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέηση, και ιδού μες στην καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, οπού η σπίθα έγγιζε κι’ εσβενότουνε· και με φωνή που μου εφαίνονταν πως νικάει την ταραχή του πολέμου άρχισε:
«Το χάραμα επήρα
Του Ήλιου το δρόμο,
Κρεμώντας τη λύρα
Τη δίκαιη στον ώμο,
Κι’ απ’ όπου χαράζει
Ώς όπου βυθά,
Τα μάτια μου δεν είδαν τόπον ενδοξότερον από τούτο το αλωνάκι.»
2 .
Παράμερα στέκει
Ο άντρας και κλαίει·
Αργά το τουφέκι
Σηκώνει και λέει:
«Σε τούτο το χέρι
Τι κάνεις εσύ;
Ο εχθρός μου το ξέρει
Πως μου είσαι βαρύ.»
3
Της μάνας ω λαύρα!
Τα τέκνα τριγύρου
Φθαρμένα και μαύρα
Σαν ίσκιους ονείρου·
Λαλεί το πουλάκι
Στου πόνου τη γη
Και βρίσκει σπυράκι
Και μάνα φθονεί.