Απομνημονεύματα Νικολάου Κασομούλη (3)
(Συνέχεια από το προηγούμενο)1
(Στο παρακάτω απόσπασμα, παρακολουθούμε μεταξύ άλλων την φιλοξενία του Κασομούλη και των στρατιωτών του από μια όμορφη αρχόντισσα, την οποία ερωτεύεται το ίδιο εκείνο βράδυ, που χωρίζονται κιόλας. Πέρα από τις ιστορικές μαρτυρίες για την κοινωνική διάρθρωση στα νησιά, είναι πολυάριθμα τα στοιχεία από την εποχή για τα ήθη των ανθρώπων)
Ἀπάνω εἰς τὰ βουνά, μέσα εἰς μίαν ὡραίαν κοιλάδα, εὐρίσκετο ἡ κοκκώνα δουδοὺ Μαρκοπολίτισσα2. Συνεργοῦντος πλαγίως τοῦ ἀρχιερέως ἔστειλεν καὶ μᾶς προσκάλεσεν νὰ τὴν καταδεχθοῦμεν νὰ πηγαίνωμεν ἐκεῖ· καὶ μᾶς ἔγραψεν τὴν δυσκολίαν ὁποῦ δὲν ἐδύνατο νὰ ἔλθῃ πρὸς ἡμᾶς προσωπικῶς.
Ὄργανον < κύριον > ἐμεταχειρίσθη τὸν φίλον μου Κον Κυριᾶκον Μόραλην3 τὸν ὁποῖον ἐγνώρισα ἀπὸ τὴν Σμύρνην.
Οἱ Ἄρχοντες συνήργησαν μὲ τὴν ἔξω φατρίαν4 των, καὶ τὴν ἀπόκλεισαν τὴν εἰρημένην εἰς τὸν πύργον5.
Ἀπάνω ἀπὸ τὴν Νάξον ἕνας πολίτης χωρικὸς ἀπὸ ἀντιζηλίαν γυναικὸς ἐφόνευσεν ἕναν ἄλλον.
Οἱ Ἄρχοντες ἐζήτησαν ἀπὸ τὸν Γεν. Ἐπίτροπον, εἰς τὴν ἡμέραν του νὰ μὴ καταδεχθῇ νὰ γίνῃ ἕν τοιοῦτον εἰς τὴν πατρίδαν του.
Δίκαιος καὶ αὐστηρός, μὲ προσκαλεῖ καὶ μὲ διατάζει ἀμέσως νὰ κινήσω μὲ τοὺς στρατιώτας νὰ τὸν συλλάβω, καὶ ἂν δὲν τὸν εὔρω νὰ καύσω τὸ σπίτι του.
Τὸν συμβούλευσα νὰ < μοῦ > τὸ ζητήσῃ ἐγγράφως, καθὼς < και > μὲ τὸ ἔδωσεν, < ἂν > καὶ δὲν ἠθέλησεν. Ἔτρεξα εὐθὺς μὲ ὅλους τοὺς στρατιώτας. Αὐτός ἦτον φευγάτος. Ἔβγαλα ταῖς γυναῖκαις καὶ τὰ εἰδίσματά των ἔξω, καὶ ἔβαλα καὶ τοῦ ἔκαυσαν τὸ σπίτι.
Ὁ φονεὺς ἔφυγεν καὶ ἀπὸ τὴν νῆσον. Οἱ πολῖται ἐκδικήθησαν μὲ τὴν πρᾶξιν αὐτήν ὁπωσοῦν, διότι ὁ φονευμένος ἦτον ἕνας ἐνάρετος νέος.
Ἐπίστρεψα εἰς Νάξον. Ὁ ἀρχιερεὺς προσκαλέσας με καὶ ἰδιαιτέρως μὲ ἐξήγησεν τὰ φιλογενῆ αἰσθήματά του καλύτερα, καὶ ὅτι εἶναι δίκαιον νὰ μὴ ἀφήσωμεν λυπημένην τὴν Κοκκώνα Δουδοῦν μὲ τὴν ἀπουσίαν μας.
Ὁ Κος Σάλας καὶ οἱ αὐλικοί < του > ὅλοι τὸ ἐπιθυμοῦσαν, πλὴν ὁ Ἄρχων Σερδάρης καὶ ἡ συνδροφία δὲν ἤθελαν. Τοῦ εἶπαν μάλιστα ὅτι αὐτή εἶναι μάγισσα, καὶ μάγευσεν πολλούς, καθὼς καὶ τὸν Δεσπότην. Ὁ θεῖος ἔλεγεν, ὁ ἀνεψιὸς ὑπήκουσεν. Ἐν τοσούτῳ, διὰ νὰ μὴν μείνῃ λυπημένη, καὶ δὲν μᾶς συντρέξῃ, ἐκρίθη νὰ πηγαίνω ἐγώ μὲ ὅλους τοὺς στρατιώτας εἰς ἐπίσκεψίν της μετὰ τὴν ἐπίσημον ἑορτὴν τῶν Θεοφανείων.
Εἰς τὰς 6 Ἰανουαρίου, ἡμέραν τῶν Θεοφανείων, ὅλοι οἱ αὐλικοὶ ἐπήγαμεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν καὶ περιήλθομεν μὲ τὴν παράταξιν ἕως τὸν ἁγιασμόν. Ὁ Σάλας ἐστέκετο περισσότερον εὐλαβής, ξεσκούφωτος, μιμούμενος τὸν Ἀλέξανδρον Βασιλέα τῆς Ρωσσίας εἰς τὸν δριμὺν χειμῶνα· καὶ μᾶς < τὸ > ἔφερνεν παράδειγμα ἔπειτα.
Εἰς τὴν 21 Ἰανουαρ., λαβὼν ὅλους τοὺς στρατιώτας ἀνέβην εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο. Γυρίζοντας ἕνα διάσελλον ἀπὸ τὸν δρόμον, ἐφαίνετο τὸ παλάτι της ἐν τῷ μέσῳ τῆς κοιλάδος καὶ τῶν διαφόρων δενδρῶν καὶ ἑλαιώνων ὠσὰν ἐκεῖνα ὁποῦ περιγράφει ἡ Χαλιμά.
Εὐαρεστηθεὶς ἀπὸ τὴν θέαν ἐκείνην, καὶ πρὸς εἴδησίν της ἐπρόσταξα νὰ ῥίψουν μιὰ παταργιὰ ντουφέκια. Ἡ παταργιὰ αὕτη χρησίμευσεν εἰς τὴν ἐλευθερίαν τῆς Κυρίας.
Ἤμουν πολλὰ λιτὰ φορεμένος· οἱ στρατιῶται ἦσαν καλοστολισμένοι. Ἐγώ φοροῦσα ἕνα ἁπλοῦν κοντοκάπι τοῦ τόπου μας, καὶ ἄργησεν νὰ μὲ διακρίνῃ ἡ Κυρία· μόλις μὲ γνώρισεν, ἀφοῦ ὁ Μόραλης καταβὰς ἀπὸ τὸν πύργον της μὲ ἔδειξεν.
Ὁ πύργος εἶχεν σκάλαν, κρεμαστὴν γέφυραν, καὶ < τότε > διάβαινες εἰς τὴν σιδηρόθυραν.
Ἐβγῆκεν εἰς τὴν θύραν χαροποιὰ καὶ μὲ λουλούδια διάφορα. Ἡ ἐνδυμασία της ἦτον σμυρναία ἀπὸ τὸ πόδι ἔως εἰς τὴν κεφαλήν, καὶ μὲ πετράδια εἰς τὸ στῆθος καὶ χεῖρας. Κατὰ πρώτην προσβολὴν μ’ ἐφάνη μία Ἡρώϊσσα.
Μὲ πῆρεν ἀπὸ τὸ χέρι καὶ μὲ ὠδήγησεν εἰς τὸν ὀδὰν ὁποῦ μ’εἶχεν προετοιμασμένον. Διώρισεν εὐθὺς τοὺς στρατιώτας νὰ τοποθετηθοῦν εἰς τὰ διάφορα οἰκήματα τοῦ πύργου, ταὰ ὁποῖα ἦτον ὅλα στρωμένα.
Ἐκάθισεν πλησίον μου· ἀρχίσαμεν τὴν ὁμιλίαν, καὶ μ’ ἐξηγήθη ἐν περιλήψει ὅσα πάσχει ἀπὸ τοὺς Ἄρχοντας, καὶ ὅτι καθ’ ἣν στιγμὴν ἐντουφεκήσαμεν διελύθη ἠ πολιορκία της ἀπὸ μερικοὺς ἀρχοντοφατριαστὰς χωριάτας6, καὶ ὅτι ὅ,τι ἐλλείψεις ἰδοῦμε εἰς τὸ παλάτι της νὰ παραβλέψωμεν.
Τὴν ἀπάντησα μὲ ὅσα θέλγητρα7 ἤξευρα ἐγώ, μὲ τό:
-Τί πειράζεσαι, κυρά μου; Τώρα εἶναι καιρὸς πολέμου, τώρα εἶναι τὰ πάντα εἰς ἀθλίαν κατάστασιν, τώρα δὲν ἀπαιτεῖ κανεὶς πολλὰ καὶ πολυτελῆ.
Καὶ ἄλλα ὅσα ὁ καιρὸς μὲ συγχώρησεν. Μὲ λέγει:
-Ὅλοι οἱ Ὀλύμπιοι ἔτζι ἐκφράζονται καὶ ἐνδύονται;
Τῆς εἶπα:
-Κυρία μου, ἐγώ εἶμαι ὁ χειρότερός των ὡς πρὸς τὴν προφοράν, τὰ δὲ ἀνδύματά μας εἶναι κατ’ ἀρέσκειαν.
Μὲ ἐστοχάσθη διὰ κανέναν ἴσως βαθὺν φιλόσοφον, καὶ λέγει:
-Παραξενεύομαι ὑποκάτω εἰς μίαν καποτίτζαν νὰ βλέπω τοιούτους ἄνδρας, καὶ μὲ λόγον.
Τῆς εἶπα ὅτι εἶναι τοῦ καιροῦ ἀποτελέσματα καὶ τῆς περιστάσεως. Ἡ νὺξ ἐπλησίαζεν, καὶ < ἡ κυρία μᾶς > ἑτοίμαζε δεῖπνον.
Ἐντοσούτῳ ἀπὸ τὸ χέρι βαστῶντας με καὶ περιπατοῦντες διασκεδάσαμεν τὴν περιοχήν της πολλὴν ὥραν.
Ἦλθεν ἡ ὥρα τοῦ δείπνου, καὶ εἰς τὴν προσδιωρισμένην θέσιν εἶχεν τὴν τράπεζαν στημένην εὐρωπαϊκά, μὲ ὅλην τὴν τάξιν.
Τὰ πολλὰ καὶ πολυτελῆ φαγητὰ τῶν διαφόρων πτηνῶν μὲ στόμωσαν.
Αἱ ἐπαναλήψεις τῆς τραπέζης μὲ τὰ πολυάριθμα φροῦδα μὲ κούρασαν. Κουρασμένος καὶ ἀπὸ τὸν δρόμον, δὲν ἠμποροῦσα νὰ ἀνθέξω εἰς τὰς πολλὰς καὶ θελγητρώδεις περιποιήσεις της. Οἱ ὐπασπισταὶ ἔλειπαν, μάλιστα ὁ Κος Κανούσης μὲ τὰ τραγούδια του· τί νὰ πρωτοφθάσω μόνος μου;
Ὁ Κος Μόραλης παρατηροῦσεν, καὶ γνωρίζοντας τὴν διάθεσίν μου καλῶς, χαμογελοῦσεν.
Μ’ ἐρώτησεν ἂν νυστάζω, καὶ τῆς εἶπα ἐλεύθερα, μάλιστα.
Οἱ στρατιῶται κρασοποτοῦντες ἐτζάκισαν τὰ πόδια τους χορεύοντες.
Μᾶς ἤφερεν εἰς τὸ τέλος τὸν καφφέ, καὶ βαστοῦ < σα > με ἀπὸ τὸ χέρι μὲ ἀνέβασεν εἰς τὸ ἀπάνω πάτωμα.
Ἐκεῖ εἶχεν ἀνὰ ἓν κρεββάτι εἰς κάθε οἰκίσκον στολισμένον μ’ ὅλα τὰ ἀναγκαῖα. Ἀφοῦ μὲ τὰ ἔδειξεν ὅλα, μὲ πῆγεν εἰς τὴν βιβλιοθήκην της· τὸ πρῶτον βιβλίον ὁποῦ ηὗρα πρόχειρον ἦτον τοῦ Ἐρωτοκρίτου, τῆς νέας ἐκδόσεως. Τὴν ἐρώτησα πῶς παραβλέπει τόσα ἄλλα, καὶ ἀναγινώσκει αὐτό. Μ’ἀποκρίθη ὅτι εὑρίσκει ἠδονὴν περισσοτέραν ὡς βιβλίον ἐρωτοπολεμικόν.
Ὁδηγῶντας με εἰς τὸν προσδιωρισμένον κοιτῶνα, ἀπέρασα καὶ ἐκοιμήθην, ἀφοῦ μ’ ἄφησεν τὴν καλὴν νύκτα.
Κουρασμένος οὕτως καὶ μέσα εἰς τὰ ἁπαλά, ἐκοιμήθην ὡς Βαρούχ· τὴν δὲ αὐγὴν ἐξύπνησα, καὶ ὅλα τὰ γλυκὰ καὶ καφφέδες ἦσαν ἕτοιμα.
Ἦλθεν ἔπειτα καὶ ἡ κυρία εἰς ἐπίσκεψίν μου μαζὶ μὲ τὸν Μόραλην, καὶ συγκαθίσαντες εἰς τὸν οἰκίσκον, ἀρχίσαμεν < τὰ > περὶ πολιτικῶν πραγμάτων. Μ’ ἐξηγήθη λεπτομερῶς τὸ πνεῦμα της· ὅτι αὐτή μὴ ἔχουσα τέκνα κληρονόμους καὶ ἔχουσα πολλὰς ἰδιοκτησίας καὶ < ἄλλους > πόρους, δὲν εἶχεν τὴν ἀνάγκην < τῆς βοηθείας > τῶν πτωχῶν. Ὅτι ὁ σκοπός της ἦτον νὰ παύσῃ τὰς συνηθείας τοῦ λαοῦ ἀπὸ τοῦ νὰ προσφέρνουν δωρεὰς εἰς τοὺς λεγομένους Ψωροαρχόντους8, καὶ ὅτι οἱ Ἄρχοντες πρέπει νὰ λησμονήσουν τὰ ἔθιμα τῆς Τουρκιᾶς – νὰ ζοῦν ἀπὸ τὸν ἱδρῶτα τῶν πολιτῶν ἐκείνων, οἵτινες < ἐργάζονται > καὶ ζοῦν μὲ τὸν ἱδρῶτα των.
-Εἰς αὐτό καταγινομένη, λέγει, μὲ ὅλον τὸν ζῆλον ἐγώ καὶ ὁ σύζυγός μου, ἐφύγαμεν ἀπὸ τὴν Νάξον, καὶ κατοικοῦμεν ἐδῶ, πλησίον τῶν ὐποστατικῶν μας.
Ἔπειτα μὲ ἐξήγησεν καὶ τοὺς ἀπ’ ἀρχῆς κατατρεγμούς τους ἀπὸ τοὺς Ἄρχοντας διά < μέσου> τῆς Τουρκιᾶς, καὶ ὅτι προσωπικῶς ἠναγκάσθη νὰ παρουσιασθῇ εἰς τὴν Σουλτάναν καὶ εἰς τον Καπ. Πασιάν, νὰ ὑπερασπισθοῦν τὸν ἑαυτόν των9.
Ἐξετάζοντάς την μὲ τὸν ἑαυτόν μου, καὶ κρίνων ἠθικῶς, ἔβλεπα ὅτι εἶχεν πνεῦμα μεγάλον καὶ ψυχὴν γενναίαν.
Τὰ προσωπικὰ χαρακτηριστικά της ἦτον ὅλα εἰς τὴν θέσιν των· ἡ ὡραιότητά της ἦτον σπάνια καὶ ἀνδρίκεια, τὸ ἀνάστημά της μέτριον, εὕρωστον σῶμα, καὶ αἱ παρειαί της φυσικὰ κόκκιναις.
Ἐκφράζετο ἐλεύθερα ὅλας τὰς ἰδέας, ὅσας ἔπιπτον εἰς τὴν ὁμιλίαν μας. Τὰ προτερήματά της, ψυχικὰ καὶ σωματικά, ὅλα μὲ εἵλκυσαν νὰ τῆς προσφέρω τὴν φιλίαν μου καὶ τὴν βοήθειάν μας πρὸς ὑποστήριξίν της, ἕως ὅτου εὑρισκόμεθα εἰς Νάξον, ἥτις ὑποστήριξις ἀπέβλεπεν εἰς τὸ καλὸν τοῦ λαοῦ, ὁποῦ ἀπέβλεπεν καὶ ὁ ἱερὸς ἀγὼν ἡμῶν.
Τῆς ἐξηγήθην ἔπειτα κ’ ἐγώ τὰς ἀνάγκας ἡμῶν καὶ τὴν περίστασιν ὁποῦ μᾶς ἔρριξεν εἰς τὴν νῆσον ταύτην. Μὲ εἶπεν ὅτι: «Ἀπατήθητε· οὔτε ὁ Σερδάρης ἔχει τρόπους, οὔτε κανείς ἄλλος.» Ἐπρόσθεσεν δὲ ὅτι αὐτοί εἶναι ἕνας σωρὸς ὀκνηρῶν ἀνδρῶν, ὁποῦ ζοῦν μὲ μίαν ἰδέαν, < την > διαδοχικήν, κυριεύουσαν τὰς ψυχάς των, ὅτι τὸ αἷμα των εἶναι ἀπὸ τὰς βασιλικὰς γενεὰς τῆς Κωνσταντινουπόλεωες παλαιᾶς10, καὶ μὲ αὐτήν τὴν ἰδέαν ἀπατοῦν τοὺς χωρικοὺς καὶ τρυγοῦν τὸν ἵδρωτά των. Οὔτε ταξιδεύουν, οὔτε ἐμπορεύονται, παρὰ κάθονται καὶ προσμένουν, καὶ αὐτοί καὶ αἱ γυναῖκες των καὶ τὰ παιδιά των < ἀπὸ τὰ > ἕτοιμα.’
-Ἰδοὺ ἐγώ, λέγει, μ’ ὅλον ὁποῦ δὲν εἶμαι εἰς ἐκείνην τὴν περίπτωσιν11, σᾶς προσφέρω 400 ὀκ. λάδι, 1000 ὀκ. ἐλιαὶς καὶ ὅ,τι ἄλλην θροφὴν ἔχω διὰ τὰ πλοῖα. Ἂς προσφέρουν καὶ αὐτοί, καὶ < τότε > βλέπετε < τὰς προσφοράς των, εἰς > τὴν πρᾶξιν.
Ἐδικαίωσα τὴν ὁμιλίαν της, διότι ἐστηρίζετο ἡ φιλογένειά της εἰς πράξεις.
Ἀπὸ τὴν νύκτα εἶχεν διορίσει νὰ προετοιμάσουν διάφορα φαγητὰ διὰ ὅλους.
Ἐγώ ἐβιαζόμην νὰ ἀναχωρήσω· αὐτή ἐπίμενεν νὰ σταθῶ ἔως νὰ συγκαλέσῃ ὅλους τοὺς χωρικοὺς νὰ ἀκούσω καὶ προσωπικῶς τὰ δίκαια παράπονά των. Καὶ ἔπειτα ἐπιθυμοῦσεν νὰ ἀσφαλίσῃ τὸν ἑαυτόν της ἀπὸ κανὲν ἄλλο κίνημα πολιορκίας, μετὰ τὸν ἀναχωρισμόν μου.
Τὸ κατάλαβα· τῆς ὑποσχέθην νὰ τῆς ἀφήσω δύναμιν στρατιωτῶν.
Ἀνεπαισθήτως, θέλουσα νὰ μὲ βαστάξῃ, διώρισεν νὰ ἀργοπορήσουν τὸ τραπέζι.
Μόλις, τὸ ἑσπέρας, ἐστήθη ἡ τράπεζα, τρώγοντες καὶ εὐθυμοῦντες ἐνύκτωνεν, ἄρχισεν ἔπειτα νὰ μὲ προβάλλῃ ὅτι δὲν ἦτον δίκαιον νὰ φύγω τὴν νύκτα.
Τῆς ἐξηγήθην καθαρὰ ὅτι, ὅ,τι ὥρα καὶ ἂν τελειώσωμεν, θέλω ἀναχωρήσει ἄφευκτα.
Ἔπειτα, ἀστεϊζόμενοι, τῆς λέγω ὅτι·
-Ἀληθεύει, ὅτι εἶσαι μάγισσα;
-Πῶς, λέγει, ποῖος τὸ εἶπεν; Καὶ ἄρχισεν νὰ γελᾷ.
-Πηγαίνω νὰ τὸ πιστεύσω καὶ ἐγώ, διότι οἱ τρόποι σου τοῦ νὰ μὲ βαστάξῃς, εἶναι ὅλοι μαγικοί.
Ξεκαρδισμένοι ἀπὸ τὰ γέλια ὅλοι, μὲ παρακάλεσεν νὰ τῆς εἰπῶ τὴν ἰδέαν αὐτήν πόθεν τὴν ἔλαβα.
Τῆς εἶπα ὅτι·
-Οἱ Ἄρχοντες ἐμπόδισαν τὸν Σάλαν νὰ ἔλθῃ, διότι ἠμποροῦσεν νὰ μαγευθῇ, καὶ νὰ τὸν γυρίσῃς τὰ μυαλά· καὶ ἐπειδὴ γύρισες καὶ ἐμένα, τὸ πιστεύω πλέον, πλὴν νὰ σταθῶ δὲν δύναμαι, μ’ ὅλον ὁποῦ μὲ μάγευσες.
-Θεέ μου! φώναξεν.
Καὶ πῆγεν νὰ ξεψυχήσῃ ἀπὸ τὰ γέλια, ζητῶν < τας > ἐπανάληψιν τῆς ὁμιλίας.
-Νὰ σὲ εἰπῶ, λέγει, καὶ ἄλλο περὶ ἀρχόντων· εἶναι οἱ περισσότεροι ξόανα, ἀμαθεῖς καὶ βάρβαροι. Ἀφοῦ τοὺς ἐκόπησαν αἱ συνεισφοραίς, δὲν ἔχουν προσφάγι –καὶ τί κάμνουν; Ἐβγαίνει ὁ ἕνας εἰς τὸ παραπέτο τοῦ σπιτιοῦ σκαλίζοντας τὰ ὀδόντια, ὁ ἄλλος ἀπὸ τὸ ἄλλο ὁμοίως, καὶ ἐρωτοῦν ἕνας τὸν ἄλλον τί εἶχεν τὸ γεῦμα. Ἀποκρίνεται τὰ χίλια καλά· ὄρνιθας, περιστέρια καὶ ἄλλα < καὶ > γλυκά. Μία ὥρα στέκονται ὁμιλοῦντες περὶ τῆς νοστιμάδας των καὶ περὶ τῆς ἐπιτυχίας τῶν μαγέρων ἢ καὶ περὶ τῆς ἀποτυχίας, διὰ νὰ τοὺς ἀκούγουν οἱ διαβαίνοντες, καὶ κύριος οἶδεν ἐκείνην τὴν ἡμέραν, ἢ ὅλως διόλου νηστικοὶ εἶναι, ἢ ἔφαγαν φασούλια. Ἀρκετὰ σοῦ ζωγράφησα τὸν χαρακτῆρα των, καὶ πήγαινε καὶ ἐξέτασε νὰ μάθῃς, νὰ βεβαιωθῇς τοὺς λόγους μου ἀπὸ πολίτας.
Εὐθυμοῦντες τοιούτῳ τρόπῳ περίπου τρεῖς ὥρας, ἀποφάσισα τὴν ἀναχώρησίν μου, καὶ διώρισα τὸν Λιόλιον ἐξάδελφόν μου μὲ 25 στρατιώτας νὰ μείνῃ εἰς φύλαξίν της.
Μὲ ἐξηγήθη ὅτι μὲ ἀγάπησεν, ὅτι θέλει μὲ ἐνθυμεῖται ἕως εἰς τὸν θάνατόν της, ὅτι θέλει μᾶς συντρέξει μὲ τὴν συνεισφοράν της ὅσον δύναται, καὶ ζητοῦσεν καὶ ἐκ μέρους μου τὰ ἴσα.
Τῆς ὑποσχέθην ὅτι θέλει εἶμαι αἰώνιος φίλος της, καὶ ταλάνισα τὴν τύχην ὁποῦ δὲν ἐδυνήθην νὰ πληρώσω τὴν ἐπιθυμίαν της μὲ τὴν ἀπαιτουμένην χρονοτριβήν μου εἰς τὴν οἰκίαν της, ἥτις παρομοίαζεν παράδεισον, καὶ ἄλλα.
Ἀποχαιρετηθέντες μὲ καμένην καρδιὰν καὶ οἱ δύο, ἀναχώρησα τὴν νύκτα, ὥστε μήτε ἐμένα βοηθοῦσεν ἡ ὄρασις, μήτε αὐτήν νὰ κοιταζώμεθα ἀπομακρυνόμενοι, νὰ χωρισθῇ ἡ ψυχή μας ἀνεπαισθήτως.
1 “Ἀρχεῖα τῆς νεωτέρας ἑλληνικῆς ἱστορίας, Νικολάου Κ. Κασομούλη, ἀγωνιστοῦ τοῦ 1821, Μακεδόνος. Ἐνθυμήματα στρατιωτικὰ τῆς Ἐπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων 1821 -1833, τυπογραφεῖο Α. Ι Βάρσου, Α΄ τόμος, 1940, σ. 173-179. Πηγή:https://www.dropbox.com/8-2-22.
2 Δὲν τῆς φτάνει ὁ φαναριώτικος τίτλος «κοκκώνα», ἀλλὰ τῆς κολλάει καὶ τὸ χαϊδευτικὸ τούρκικο «ντουντοῦ» ὁ συγγρ., καὶ μοναχὰ τὸ βαφτιστικό της δὲν ἀποφασίζει νὰ μᾶς πῇ. Ἡ κοκκώνα ντουντοῦ θὰ τοὔκλεψε τὸ νοῦ. Καὶ δὲν καθαρίζει ἀκόμα ἂν ἤτανε γυναίκα ἢ χῆρα Μαρκοπολίτη, καὶ τίνος (σ.σ.).
3 Ὁ Μόραλης, Πρεβεζάνος λόγιος, εἶχε διοριστῆ ἔπαρχος στὴ Σάμο, καὶ βρέθηκε περαστικὸς ἐκεῖ.
4 Φατρία ἔξω ἀπὸ τὴ χώρα, λοιπὸν ὄχι Καστρινή, ἀλλὰ μισοχωριάτικη (σ.σ.).
5 Τὴν ἀνάγκασαν, ἀριστοκράτισσα, νὰ κλειστῇ στὸ πύργο της (σ.σ.).
6 Φίλους τῶν ἀρχόντων (σ.σ.).
7 Ὁ συγγρ. δὲν τὸ λέει, ἴσως, φιλάρεσκα· ἐννοεῖ ὅσα λόγια μποροῦν νὰ εὐχαριστήσουν μιὰ γυναίκα (σ.σ.).
8 Ὁ λαός, ἐνῷ εἶχε καταλύσει ὁ ἴδιος τὰ φεουδαλικὰ δοσίματα, ἐξακολουθοῦσε νὰ κάνῃ κάποιες προσφορὲς στοὺς παλιοὺς ἄρχοντές του, ὐπακούοντας στὴν παράδοση (σ.σ.).
9 Τὸ Αἰγαῖο τὸ διοικοῦσε ὀ Καπιτὰν Πασςᾶς, ἀλλὰ ἡ Βαλιντὲ Σουλτάνα εἶχε τὴν προστασία του (σ.σ.).
10 Οἱ παλιὲς ἀρχοντικὲς οἰκογένειες τῶν νησιῶν τοῦ Αἰγαίου κρατοῦσαν ἀπὸ Φράγκους εἴτε καὶ ἀπὸ Βενετσιάνους, καὶ γι’ αὐτό κρύβαν τὴν καταγωγή τους, γιὰ νὰ μὴ γίνωνται πιὸ μισητοί. Ἔτσι ζητούσανε ν’ ἀνεβάσουν τὴν οἰκογενειακή τους δόξα ὣς τὸ Βυζάντιο (σ.σ.).