Παρασκευή, 18 Φεβρουαρίου 2022 08:51

Για την Ελληνική Επανάσταση - Διακόσια χρόνια μετά (33)

Νικόλαος Κασομούλης (Σιάτιστα 1795- Στυλίδα 1872)

 

Λέσχη Ανάγνωσης της Κίνησης Επικοινωνίας Πολιτών Φιλύρου

Για την Ελληνική Eπανάσταση

25 Μαρτίου 1821 – 25 Μαρτίου 2021

 

 

Απομνημονεύματα Νικολάου Κασομούλη (2)

 

(Από την περιοδεία του Κασομούλη στα νησιά, στο τέλος του 1821, προκειμένου να λάβει βοήθεια για την ενίσχυση της επανάστασης στη Μακεδονία. Ιδιαίτερα αξιοπρόσεκτες είναι οι αναφορές στην κοινωνική διαστρωμάτωση, στα ήθη της εποχής και στα διάφορα περιβάλλοντα μεταξύ αρχόντων και καραβοκυραίων, καθώς και στον ρόλο της εκκλησίας).

Ἀρχεῖα τῆς νεωτέρας ἑλληνικῆς ἱστορίας, Νικολάου Κ. Κασομούλη, ἀγωνιστοῦ τοῦ 1821, Μακεδόνος. Ἐνθυμήματα στρατιωτικὰ τῆς Ἐπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων 1821 -1833, τυπογραφεῖο Α. Ι Βάρσου, Α΄ τόμος, 1940, σ. 171-173.

Πηγή:https://www.dropbox.com/

Ἐμβαρκαρισθέντες εἰς τὰς 29 Δεκεμ.< 1821 > μετέβημεν τὸ ἑσπέρας εἰς Μύκονον, καὶ μᾶς ὑποδέχθησαν κ’ ἐκεῖ μὲ ὅλας τὰς τιμάς.

Τὸ κατάλυμά μας καὶ ἡ τράπεζα ἦτον ἑτοιμασμένα εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Μαυρογένους.

Τί νὰ ἰδῶ ἐκεῖνο τὸ ἑσπέρας; Σωρὸν παρθένων, σωρὸν γυναικῶν εὐγενῶν, αὐθεντισσῶν, δομνίτζων· «οἱ μπέηδες, οἱ αὐθένται, οἱ σπαθάριοι, οἱ σελιχτάροι», ἄκουγες. Ἂς ἀφήσωμεν αὐτά.

Εὐχαριστημένοι ἀπὸ τὴν τράπεζαν καὶ περιποίησίν των, ἐσυμφωνήσαμεν καὶ τὰ πλοῖα· καὶ νὰ δώσωμεν [διά] ἕν μηνιαῖον ἐμπρός. Ἐχρειάσθησαν ἑπτά χιλ. γρόσια ἐμπρός, καὶ οἰκονομήσαμεν μόνον τρεῖς. Καὶ ἐδώσαμεν ἀποδεικτικά < διὰ τὰ ὑπόλοιπα >.

Τὴν αὐτὴν ἐμβαρκαρίσθημεν εἰς τρεχαντίνια – καὶ ἡ κακοκαιρία πάλιν δὲν μᾶς ἄφησεν – καὶ ἐπιστρέψαμεν εἰς Δήλαις. Νηστικοὶ ὅλην τὴν ἡμέραν, μὲ τὴν ἐλπίδαν ὅτι θέλομεν φθάσει εἰς Νάξον τὸ γεῦμα, ἐπεριηγήθην τὰς ἀεχαιότητας τῶν Δήλων.

Τὸ ἑσπέρας ἐκπλεύσαντες ἐφθάσαμεν εἰς Νάξον – εἰς τὴν πατρίδα τοῦ Κου Γρηγορίου Σάλα.

Προετοιμασμένοι οἱ Νάξιοι, ὅλα τὰ καταλύματα τὰ διώρισαν τακτικά.

Ὁ Σάλας ἐκατοίκησεν εἰς τὸν θεῖον του Σερδάρην κ’ ἐκεῖ ἐκοιμήθη.

Ἐμένα μὲ πῆραν εἰς τὴν οἰκίαν τῶν ἀδελφῶν Δαμιράλη· ἐκεῖ ἔμαθον ὅτι αὐτοί εἶναι ἀδελφοὶ τοῦ ἀρχιερέως ποτὲ Ἰωαννίνων καὶ ὅτι ὁ ἕνας ἀδελφός των εὑρίσκεται εἰς ρούμελην κ.τ.λ.

Νὰ εἰπῶ τὴν ἀλήθειαν, καθὼς μ’ εἶπαν αὐτά, τοὺς θεωροῦσα πλέον ὡς συγγενεῖς, παρὰ ὡς γνωρίμους ἐντελῶς προσωρινῶς.

Ξημέρωσεν ἡ αη Ἰανουαρίου 1822, καὶ ἦλθον ὅλοι οἱ ἀρχοντες εἰς ἐπίσκεψιν ἡμῶν κατὰ τὴν συνήθειαν1.

Εὐθυμοῦντες ὅλοι οἱ πολῖται ἐκείνην τὴν ἐπίσημον ἡμέραν, καθὼς καὶ ἡμεῖς εἰς τὴν οἰκίαν Σερδάρη, δὲν ἐλάβαμεν καιρὸν νὰ ἐξηγηθοῦμεν.

Τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἰδιαιτέρως τὴν ἑώρταζεν καὶ κάποιος Βασιλάκης συγγενής των, καὶ προετοίμασεν νυχθερινὸν χορὸν καὶ τραπέζι διὰ ὅλους τοὺς προκρίτους, καὶ ἐκάλεσεν καὶ ἡμᾶς ὅλους.

Εἰς αὐτόν τὸν χρὸν εἶδα διαφόρους κατοίκους καὶ παροίκους ἐπισήμους, γέροντας καὶ νέους μὲ αἰσθήματα, καὶ ἐγνωρίσθην μὲ πολλούς.

Τὸ φέρσιμον τῶν γυναικῶν δὲν ἦτο κατώτερον ἀπὸ τῆς Ντήνου καὶ Μυκόνου ὡς πρὸς τὸν πολιτισμόν.

Διαφόρους χοροὺς εἶδα, καὶ εὐρωπαϊκοὺς καὶ ἑλληνικούς· ἡ σάλλα ἦτον ἁρμόδιος διὰ χορόν, καὶ ὅλοι ἐχόρτασαν χορεύοντες εὐρωπαϊκά – καὶ ὁ Γεν. Ἐπίτροπος καὶ οἱ ὑπασπισταί. Λυπούμουν ὁποῦ δὲν ἤξευρα κ’ ἐγώ αὐτόν τὸν χορὸν νὰ μὴν κάθωμαι ἀργός. Ἐχόρευσα ἐντοσούτῳ νησιώτικα, ὁποῦ ἤξευρα ὀλίγον.

Ὅλη ἡ νὺξ ἀπέρασεν μὲ χορούς, μὲ διάφορα τραγούδια τῆς ἐλευθερίας καὶ ἐρωτικά, τὰ ὁποῖα ἐσώσαμεν εἰς Ντῆνον, καὶ ἦτον νεοφανῆ ἐκεῖ. Καὶ τὰ κουδούνιζεν καλύτερα ὁ Κος Κανούσης. Εἴπαμεν καὶ μερικὰ ἡρωϊκά (Κλέφτικα)· καὶ αὐτά ἐφαίνοντο τὸ ἁλάτι εἰς ἐκείνην τὴν ἐποχήν.

Γευθέντες, περὶ τὰ ξημερώματα ἀναχωρήσαμεν διὰ τὰς οἰκίας μας.

Τρεῖς κλάσεις ἐφαίνοντο εἰς τὴν Ἀξιὰν οἱ πολῖται· μία ἡ τῶν παλαιῶν εὐγενῶν Ἀρχόντων, μία τῶν ἐμπόρων καὶ μία τοῦ λαοῦ, τῶν χωρικῶν2.

Οἱ χωρικοὶ ἐπαναστατήσαντες, ἀλησμόνησαν τὰ προνόμια τῶν Ἀρχόντων, καὶ δὲν τοὺς πρόσφερναν τίποτε.

Ὁ Ἀρχιερεὺς Παροναξίας βαστοῦσεν τὸ μέρος τοῦ λαοῦ, καὶ τοὺς ἐνθάρρυνεν.

Ἔγιναν δύο κόμματα· σύμφωνοι ὅλοι οἱ Ἄρχοντες, ἠθέλησαν ἐκεῖναις ταῖς ὧραις, μὲ τὴν ἐπιρροὴν τοῦ Γ. Ἐπιτρόπου, νὰ ἀλλάξουν τὴν δημογεροντίαν. Ἐσυναθροίσθησαν ὅλοι οἱ πολῖται εἰς τὸν δημόσιον οἶκον – δὲν τὸ κατώρθωσαν.

Ὁ Δεσπότης ἔλειπεν ἔξω, καὶ ἦλθεν καὶ αὐτός· ἄλλοι μᾶς συμβούλευαν νὰ πηγαίνωμεν εἰς ἐπίσκεψίν του καὶ ἄλλοι μᾶς ἐμπόδιζον.

Ἐν τοσούτῳ ὑπερίσχυσεν ἡ γνώμη νὰ ὑπάγωμεν, καὶ ἐπήγαμεν. Τοῦ ἁσπάσθημεν τὴν χεῖρα· μᾶς εὐλόγησεν, μᾶς ἐφίλησεν, καὶ εἰς τὰς συνομιλίας περὶ τῆς ἀνάγκης μας μᾶς παρηγόρησεν ὅτι θέλει μᾶς συντρέξει μὲ ὅ,τι δύναται, ἔργῳ καὶ λόγῳ.

Αὐτή ἡ ὑπόσχεσις δὲν ἦτον καλὴ διὰ τοὺς Ἄρχοντας, διότι αὐτός ἐδύνατο νὰ συνεισφέρῃ διὰ τοῦ λαοῦ, οἱ ἄρχοντες ὅμως τί νὰ συνεισφέρουν;

Ἡ γνώμη μας ἄρχισε νὰ κλίνῃ εἰς τὴν συνεισφοράν, καὶ ἀγάλι-ἀγάλι ἀπομακρυνόμασθον ἀπὸ τὴν ψώραν τῶν Ἀρχόντων.

 

(Συνεχίζεται)

 

 

1 Ἐκεῖ εἰς αὐτήν τὴν πόλιν ἦτο φευγάτος καὶ ὁ Ἀνδρόνικος Σμυρναῖος ἔμπορος εὐκατάστατος, σύγγαμβρος τοῦ Κου Σωτήρη Ἰωάννου, ὅστις ἔκλαυσεν ἀπὸ τὴν χαράν του καὶ αὐτός καὶ ἡ οἰκογένειά του ὅταν μᾶς εἶδαν, καθὼς καὶ ἡ ἀρραβωνιαστικὴ τοῦ Σωτήρου. Ἐπαραξενεύοντο δὲ εἰς τὸ ξένον σχῆμα, φουστανέλλαν καὶ ἄλλα ἀσυνείθιστα εἰς τὴν Σμύρνην, καὶ κατηγορημένα. Ὁ Σωτήρης κατοίκησεν ἐκεῖ, ὅπου πῆραν κ’ ἐμένα μαζί του ἔπειτα.

2 Στὴ Νάξο ἦταν ἀκόμα ζωντανὰ τ’ ἀπομεινάρια τῆς φεουδαλικῆς πολιτείας τῶν νησιῶν. Στὸ Κάστρο κατοικοῦσαν οἱ ἀπόγονοι τῶν Φράγκων ἀριστοκράτες, στὸ Μποῦργο, σὰν προάστειο τοῦ Κάστρου, κατοικοῦσαν οἱ ἐργατικοί, «ἀποχειροβίωτοι», καὶ τέλος ἔρχονταν ὁ πληθυσμὸς τῶν χωριῶν, γεωργικὸς καὶ ποιμενικός. Βλ. Π. Ζερλέντη, «Φεουδαλικὴ πολιτεία ἐν τῇ νήσῳ Νάξῳ, Ἑρμούπολη 1915.