Απομνημονεύματα Νικολάου Κασομούλη (1)
Ο Νικόλαος Κασομούλης (1795-1872), ήταν αγωνιστής και ιστορικός της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, του οποίου οι χρονογραφικές σημειώσεις παραμένουν από τις σημαντικότερες πηγές της περιόδου και αποτελούν μνημείο της ελληνικής ιστορίας. Τα “Ενθυμήματα”, όπως επιγράφονται, “του στρατηγού Κασομούλη”, είναι τα απομνημονεύματά του που καταλαμβάνουν 2701 χειρόγραφες σελίδες και εκδόθηκαν σε τρεις τόμους υπό την επιμέλεια του Γ. Βλαχογιάννη υπό τον τίτλο “Αρχεία της νεωτέρας ελληνικής ιστορίας, Νικολάου Κ. Κασομούλη, αγωνιστού του 1821, Μακεδόνος. Ενθυμήματα στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων 1821 -1833”. Στο έργο αυτό προτάσσεται ιστορία του αρματολισμού, καθώς και σημειώσεις του επιμελητή Γ. Βλαχογιάννη. Το έργο τυπώθηκε στο τυπογραφείο του Α. Ι Βάρσου ο Α΄ τόμος το 1940, ο Β΄ το 1941 και ο Γ΄ το 1942.
Τα “Ενθυμήματα” γράφτηκαν στα 1832 όταν ήταν αξιωματικός πια σε καθεστώς αναγκαστικής αργίας και ολοκληρώθηκαν με κάποιες διακοπές στα 1842. Στα 1861 επανέρχεται, αυτή τη φορά για να γράψει την ιστορία του αρματολισμού, ως συμπλήρωμα των αναμνήσεών του και που είναι η πρώτη απόπειρα συνθετικής παρουσίασής τoυ. Για την γλώσσα των «Ενθυμημάτων» ο Κωνσταντίνος Δημαράς αναφέρει πως τα λιγοστά γράμματα που έμαθε ο Κασομούλης ήταν αρκετά για να καθαρεύει και να σολοικίζει αδιάκοπα μέσα στο έργο του. Ως άνθρωπος ανεπαρκώς γραμματισμένος, στην προσπάθειά του να μιλήσει μια γλώσσα πιο λόγια, συγκόβει τη φράση του, παραλείπει μόρια και ρήματα και κύρια ονόματα και κώλα, κάτι που επιτείνει τη δυσκολία κατανόησής του. Αποτυπώνει ανάγλυφα την καθημερινότητα των αγωνιστών του 1821 και την ατμόσφαιρα εντός της οποίας κινήθηκαν.
(Πηγή: https://www.openbook.gr/)
Τοῦ ἁγίου Δημητρίου ἑώρταζεν τὴν μνήμην του < ὀνόματός του > ὁ Ὑψηλάντης, καὶ συγκάλεσεν ὅλους τοὺς ἐπισήμους εἰς τὸ τραπέζι· ἐκάλεσεν καὶ τὸν Κιαμίλμπεην < τῆς > Κορίνθου, καθὼς καὶ τὸν γέροντα Ἀρναούτογλουν, διὰ τοὺς ὁποίους ἔτρεχε μεγάλη φιλονικία εἰς τοὺς ὁπλαρχηγούς, ποῖος πρῶτος νὰ τοὺς ἔχῃ ὑπὸ τὴν φύλαξίν του. Τὸν Κεχαγιάμπεην τοῦ Χουσὶτ πασιᾶ, τὰ χαρέμια < του > καὶ τὸν Καϊμακάμην < του > τοὺς εἶχεν ὑπὸ τὴν ἐπίσκεψίν του ὁ Πετρόμπεης – τοὺς εἶδα προσωπικῶς – καὶ ἐκεῖ ἐκατοικοῦσεν καὶ ὁ Γεωργάκης Μαυρομιχάλης.
Εἰς τὸ τραπέζι εὐθυμοῦντες ἄρχισεν ἡ ὁμιλία περὶ τῆς καταστάσεως τῶν Τουρκῶν, περὶ τῆς τυραννίας των καὶ περὶ τῆς τύχης των.
Ὁ Κιαμίλμπεης, γνωρίζων καλὰ τὴν γλῶσσαν μας, ὠμίλησεν οὕτως:
-Ἄρχοντες καὶ καπιταναῖοι, ἡ Τουρκιὰ δὲν χάνεται μὲ τὴν ἅλωσιν μόνον τῆς Τριπολιτζᾶς καὶ ἠμῶν τὴν αἰχμαλωσίαν. Ὁ θεὸς ἠθέλησε νὰ σᾶς βοηθήσῃ, καὶ ἐπετύχετε. Σᾶς συμβουλεύω ὅμως, ὡς φίλος < σας ἂν καὶ > Τοῦρκος, νὰ παύσετε ἀπὸ τὰς διχονοίας σας, νὰ γνωρίσετε ἕναν ἀρχηγὸν νὰ σᾶς κυβερνᾷ. Πιστεύετε νὰ σᾶς εἰπῶ, ὅτι ὅλοι σας εἰς τὸν ὀδάν μου ἤλθετε ἐρωτῶντας με περὶ πλούτου καὶ χρυσίου; Δὲν δύναμαι νὰ ἀρνηθῶ ὅτι ἔχω εἰς Κόρινθον ἀρκετόν, μὰ εἰς ποῖον νὰ τὸν ἐμπιστευθῶ ἀφοῦ ἐσεῖς οἱ ἴδιοι < δὲν θέλετε > νὰ ἐμπιστεύεσθε ἕνας τὸν ἄλλον, καὶ πῶς δύναμαι νὰ μαρτυρήσω < τὸ μυστικόν > εἰς τὸν ἕναν, ἐνῶ δὲν ἔχει τὴν ἰσχὺν νὰ μὲ προφυλάξῃ ἀπὸ τὸν ἄλλον σύνδροφόν του; Σᾶς τὸ ξαναλέγω, ὅτι εὐχαριστῶ πρὸς ὅλους σας διὰ τὴν ζωήν μου, ὁποῦ μὲ ἐχαρίσατε ὠς συμπατριώτην σας, ὅμως σᾶς συμβουλεύω τὸ ὀγληγορώτερον νὰ γνωρίσετε ἀρχήν, ὥστε ἡ βοήθειά μου νὰ πιάσῃ τόπον.
Ταῦτα ἀκούσαντες ὅλοι αἰσθάνθησαν τὸ σφάλμα των, καὶ τὸν εὐχαρίστησαν εἰς τὴν συμβουλήν.
Ἐνῶ μὲ τὸν Σάλαν προσπαθούσαμεν περὶ ὅλων τούτων, ἔφθασαν οἱ πληρεξούσιοι τῶν Ψαρῶν, Ὕδρας καὶ Σπετζῶν νὰ ἐξετάσουν περὶ τῶν Ἐθνικῶν πραγμάτων.
Κατὰ συγκαιρίαν ἕνας Ὀλλανδέζος ἔμπορος ἔφερεν ἕνα βρίκι ἀπὸ πολεμοφόδια < εἰς Μύλους > καὶ ἦλθεν μὲ τὴν μόστραν νὰ προβάλῃ τὴν ἀγορὰν αὐτοῦ εἰς τὸν Ὑψηλάντην.
Ὁ Ὑψηλάντης δὲν εἶχεν, φαίνεται, μετρητά, καὶ ζητοῦσε νὰ δώσῃ ἐγγύησιν· ἐγγύησιν ὁ πραγματευτὴς δὲν ἐδέχετο. Διὰ νὰ μὴ χάσωμεν τὴν εὐκαιρίαν, ἐπειδὴ ἔμελλεν < ὁ πλοίαρχος > νὰ διαβῇ ἀπὸ Ψαρά, ἔγραψαν οἱ πληρεξούσιοι < τῶν Ψαρῶν Ἀναγ. > Μοναρχίδης καὶ < Ν.Δ. > Κοτσιᾶς εἰς τὰ Ψαρὰ νὰ τὸ συμφωνήσουν ἐκεῖ ὅπως δύνανται ἕως νὰ φθάσωμεν καὶ ἡμεῖς. Λαβὼν τὰ γράμματα ὁ πραγματευτὴς ἀναχώρησεν κατ’ εὐθεῖαν εἰς Ψαρά.
Ὁ Ὑψηλάντης, ἀφοῦ εἶδεν ὅτι τίποτε δὲν ἐκατόρθωσεν νὰ μᾶς προμηθεύσῃ, ἀλλ’ οὔτε εἰς τὸν Ὀδυσσέαν εἶχε νὰ στείλῃ, ἀποφάσισεν νὰ μὲ δώσῃ τέσσαρα κανόνια τοῦ κάμπου, ὁποῦ ἦτον εἰς ταῖς τάμπιαις τῆς Τριπολιτζᾶς.
Τριγυρίσαντες ἐδιαλέξαμεν τέσσαρα κανόνια, τὰ πλέον ἐλαφρότεραμ βούρτζια βενέτικα, τὰ ὁποῖα ἦτον ριγμένα καταγῆς.
Μὲ αὐτήν τὴν προμήθειαν μὲ δυσκόλευσεν περισσότερον, πῶς νὰ τὰ μετακομίσω, παρὰ ὁποῦ εὐκολύνθην.
Συντρέχων με ὁ Κος Σωτήρης Ἰωάννου, ἐκατασκευάσαμεν πρόχειρα ἁμάξια, καὶ λαβὼν 150 Τούρκους αἰχμαλώτους ἀπὸ τοὺς περὶ τὸν Κεχαγιάμπεην καὶ < τοὺς > τῶν χαρεμιῶν τοῦ Χουρσίτπασα (παραδοθέντας εἰς τὴν οἰκογένειαν τοῦ Πετρόμπεη τὴν ὥραν τῆς ἐφόδου) καὶ οἱ ὁποῖοι εἶχαν βρωμίσει ἀπὸ τὴν ἀκαθαρσίαν των εἰς τὸ παλάτι τοῦ Μουσταφάμπεη, μὲ χίλιαις δυσκολίαις τραβῶντας τὰ 4 πυροβόλα οἱ δυστυχεῖς αἰχμάλωτοι, τὰ διεύθυνα εἰς τοὺς Μύλους μὲ στρατιῶτας μου ὁποῦ ἄρχισα νὰ συλλέγω.
“Αρχεία της νεωτέρας ελληνικής ιστορίας, Νικολάου Κ. Κασομούλη,…” Α΄ τόμος, 1940, σ. 161-163.